- μηλοπάρειος
- μηλοπάρειος, δωρ. τ. μαλοπάραυος, -ον (Α)1. αυτός που έχει μάγουλα κόκκινα σαν το μήλο («μαλοπάραυος Ἀγαύη», Θεόκρ.)2. (κατά τον Ευστάθ.) «ἁπαλοπάρῃος».[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -πάρειος και -πάραυος (< παρειαί και αιολ. τ. παραῦαι «μάγουλα»), πρβλ. λευκο-πάρειος, χαλκο-πάρειος].
Dictionary of Greek. 2013.